παρακαινωτής

παρακαινωτής
ὁ, Μ
άτομο που επιφέρει καινοτομίες, αλλά ιδίως επιβλαβείς («ἔβαλλον [αὐτούς] εἰς τὴν θάλασσαν ὡς παρακαινωτάς», Πασχ. Χρον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + καινῶ «ανακαινίζω, μεταβάλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”